- Κομιντέρν
- (Comintern, συντομογραφία του Communist International = Κομουνιστική Διεθνής). Την ονομασία αυτή έδιναν οι Ρώσοι αποκλειστικά στην Γ’ Διεθνή, που διαλύθηκε το 1943. Βλ. λ. Διεθνής.
* * *ηη Γ' Διεθνής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διεθνής — Με τον όρο Δ. αποκαλούνται στην πολιτική ορολογία οι διάφορες διεθνείς σοσιαλιστικές ή κομουνιστικές οργανώσεις που εμφανίστηκαν διαδοχικά στην ιστορία του 19ου και του 20ού αι. Η πρώτη επιτυχής απόπειρα σύστασης διεθνούς σοσιαλιστικής οργάνωσης… … Dictionary of Greek
κομουνισμός — Θεωρία που υποστηρίζει την αντίληψη της κοινοκτημοσύνης των μέσων παραγωγής και των καταναλωτικών αγαθών, ξεκινώντας από την προϋπόθεση της θεμελιώδους ανθρώπινης ισότητας η οποία, υπό ορισμένες ιστορικές συνθήκες, οργανώνεται σε ένα πρόγραμμα… … Dictionary of Greek
Communist Party of Greece — Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας Kommounistikó Kómma Elládas Communist Party of Greece Leader … Wikipedia
ταξιαρχία — Στρατιωτική μονάδα. Αποτελείται από μερικά τάγματα ή μοίρες ή συντάγματα και τμήματα από ειδικά στρατεύματα. Διακρίνεται σε τ. μηχανοκίνητου πεζικού, ιππικού, αρμάτων μάχης, πυραύλων, πυροβολικού, μηχανικού κλπ. Για πρώτη φορά ως στρατιωτική… … Dictionary of Greek
Καρντέλι, Έντβαρντ — (Edvard Kardelj, Λιουμπλιάνα 1910 – 1979). Σλοβένος πολιτικός, θεωρητικός του μαρξισμού. Νέος εντάχθηκε στην Ένωση Κομουνιστικών Νεολαιών της Γιουγκοσλαβίας (1926) και, αργότερα, έγινε μέλος του Κομουνιστικού Κόμματος (ΚΚ). Αποφοίτησε από το… … Dictionary of Greek
Κουν, Μπέλα — (Béla Kun, Τρανσυλβανία 1886 – Ρωσία 1939). Ούγγρος πολιτικός. Σπούδασε νομικά αλλά δεν άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου, επειδή προτίμησε τη δημοσιογραφία και την πολιτική. Πολύ νέος έγινε μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Κατά τον Α’ Παγκόσμιο … Dictionary of Greek
Κρεμλίνο — (ρωσ. Kreml). Το κεντρικό οχυρωμένο τμήμα των ρωσικών πόλεων της φεουδαρχικής περιόδου, αντίστοιχο των ακροπόλεων των αρχαίων ελληνικών πόλεων. Συνήθως βρισκόταν σε υπερυψωμένο σημείο και συχνά στην όχθη ενός ποταμού ή μιας λίμνης. Το Κ.… … Dictionary of Greek
Πασιονάρια — (Passionaria, 1895 – 1989). Ψευδώνυμο της Ισπανίδας επαναστάτριας και πολιτικού Ντολόρες Ιμπαρούρι. Κόρη ανθρακωρύχου, σε νεαρή ηλικία αναμείχθηκε με το επαναστατικό κίνημα στην πατρίδα της. Το 1917 προσχώρησε στη σοσιαλιστική οργάνωση της πόλης… … Dictionary of Greek
Ράκοζι Ματίας — (Rakosi, 1892 – 1963). Ούγγρος πολιτικός. Μέλος του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Ουγγαρίας, διετέλεσε επίτροπος του λαού για το εμπόριο στην κυβέρνηση του Μπέλα Κουν (1919). Μετά τη κατάλυση του επαναστατικού καθεστώτος στην Ουγγαρία, πήγε ως… … Dictionary of Greek
Ριντ, Τζον — (Reed, Πόρτλαντ 1887 – Μόσχα 1920). Συγγραφέας και δημοσιολόγος. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Το 1914 δημοσίευσε το βιβλίο του Το επαναστατημένο Μεξικό με το οποίο υποστήριξε τον επαναστατικό αγώνα… … Dictionary of Greek